- αὐτοσχεδιασμούς
- αὐτοσχεδιασμόςextemporaneous speakingmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek
θρήνος — Πανάρχαιο είδος τραγουδιού, το οποίο εμφανίστηκε αρχικά ως έκφραση πόνου για τον θάνατο αγαπημένου προσώπου, ενώ αργότερα προσέλαβε γενικότερο χαρακτήρα και μετατράπηκε σε μέσο μαζικής έκφρασης της οδύνης για εθνικές συμφορές ή μεγάλες φυσικές… … Dictionary of Greek
Άρμστρονγκ, Λούις — (Louis Armstrong,Νέα Ορλεάνη 1900 – Νέα Υόρκη 1971). Αφροαμερικανός τρομπετίστας και τραγουδιστής. Θεωρείται ο πατέρας της κλασικής τζαζ. Σε ηλικία 13 ετών εγκαταλείπει την τρώγλη του γκέτο και κλείνεται για έναν χρόνο σε αναμορφωτήριο, γιατί… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Λογοθετίδης, Βασίλης — (Μυριόφυτο Ανατολικής Θράκης 1898 – Αθήνα 1960). Ηθοποιός. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη σκηνή το 1919 με τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, με την οποία συνεργάστηκε, με μικρές διακοπές, έως το 1946, ερμηνεύοντας με επιτυχία πολλούς ρόλους σε… … Dictionary of Greek
Σκριάμπιν, Αλεξάντρ Νικολάγεβιτς — Ρώσος συνθέτης και πιανίστας (Μόσχα 1872 1915). Άρχισε τη σταδιοδρομία του ως στρατιωτικός, έπειτα όμως παραιτήθηκε και το 1891 πήρε πτυχίο από το Ωδείο της Μόσχας, όπου κατέλαβε την έδρα του πιάνου από το 1898 ως το 1903, αφού περιόδευσε με… … Dictionary of Greek
Φρανκ, Σεζάρ - Oγκίστ — (Franck, Λιέγη 1822 – Παρίσι 1890). Βέλγος συνθέτης. Αν και ο πατέρας του τον έστρεψε από μικρό στη μουσική, με τη φιλοδοξία να τον κάνει παιδί θαύμα, ο Φ., περιέργως, μόνο πολύ αργά κατόρθωσε να αποκτήσει τη φήμη που του άξιζε. Αφού απέτυχε στις … Dictionary of Greek